- αὐχῇς
- αὐχέωboastpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] … Dictionary of Greek
μεγαυχής — μεγαυχής, ές (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.) 2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ αυχής, υψ αυχής] … Dictionary of Greek
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
μεγαλαυχής — μεγαλαυχής, ές (Α, Μ μεγαλαύχης, ες) μεγάλαυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. κενε αυχής] … Dictionary of Greek
υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] … Dictionary of Greek
υψαυχής — ές, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αύχην] … Dictionary of Greek
υψηλαυχώ — έω, Α ὑψαυχῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αυχῶ (< αυχής < αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχῶ] … Dictionary of Greek
eu̯egʷh- — eu̯egʷh English meaning: to praise, worship Deutsche Übersetzung: “feierlich, rũhmend, prahlend sprechen, also especially religiös geloben, preisen” Material: u̯egʷh : O.Ind. ved. vügha t “ the vowing, worshiper, organizer of a… … Proto-Indo-European etymological dictionary